πολυπραγμονῶ

πολυπραγμονῶ
πολυπρᾱγμονῶ , πολυπραγμονέω
to be busy about many things
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
πολυπρᾱγμονῶ , πολυπραγμονέω
to be busy about many things
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυπραγμονώ — πολυπραγμονῶ, έω ΝΜΑ και ιων. τ. πολυπρηγμονέω, Α [πολυπράγμων] 1. ασχολούμαι με πολλά ταυτοχρόνως, για τα περισσότερα από τα οποία δεν είμαι αρμόδιος ή κατάλληλος 2. δείχνω άκαιρη περιέργεια για θέματα που δεν μέ αφορούν, ασχολούμαι από… …   Dictionary of Greek

  • πολυπραγμονώ — ασχολούμαι με πολλές ή ξένες υποθέσεις: Μην πολυπραγμονείς, γιατί εκτίθεσαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπολυπραγμονώ — έω, Μ [πολυπραγμονῶ] πολυπραγμονώ), ασχολούμαι κι εγώ με λεπτομέρειες …   Dictionary of Greek

  • αλλοτριοπραγώ — ἀλλοτριοπραγῶ ( έω) και ἀλλοτριοπραγμονῶ (Α) [ἀλλοτριοπραγία] 1. αναμιγνύομαι σε ξένες υποθέσεις, πολυπραγμονώ 2. κινώ, προκαλώ στάσεις, ταραχές …   Dictionary of Greek

  • μονοπραγματώ — μονοπραγματῶ, έω (Α) ασχολούμαι με μία μόνο υπόθεση, καταγίνομαι με ένα μόνο πράγμα («βέλτιον ἕκαστον ἔργον τυγχάνει τῆς ἐπιμελείας μονοπραγματούσης ἢ πολυπραγματούσης», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πραγματῶ (< πράγμα), κατά το αντί θ.… …   Dictionary of Greek

  • πολυπραγματώ — έω, Α [πολυπράγματος] πολυπραγμονώ, εξετάζω πολύ προσεκτικά κάτι …   Dictionary of Greek

  • πολυπραγμόνησις — ήσεως, ἡ, Α [πολύπραγμονώ] η πολυπραγμοσύνη …   Dictionary of Greek

  • πολυπρηγμονώ — έω, Α βλ. πολυπραγμονώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”